- προσαναβαίνω
- + V 1-7-0-0-2=10 Ex 19,23; Jos 11,17; 15,3.6.7to go up Ex 19,23; to climb, to ascend [τι] Jdt 13,10; to go on up, to continue on, to proceed (of borders)Jos 15,6
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
προσαναβαίνω — Α [ἀναβαίνω] 1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος 2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη 3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.) 4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον 5. ιππεύω επιπροσθέτως 6. μτφ.… … Dictionary of Greek
προσαναβαινόντων — προσαναβαίνω go up pres part act masc/neut gen pl προσαναβαίνω go up pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναβαῖνον — προσαναβαίνω go up pres part act masc voc sg προσαναβαίνω go up pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναβαίνει — προσαναβαίνω go up pres ind mp 2nd sg προσαναβαίνω go up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναβᾶσαν — προσαναβαίνω go up aor part act fem acc sg (attic epic ionic) προσαναβαίνω go up aor part act neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναβάντων — προσαναβαίνω go up aor part act masc/neut gen pl προσαναβαίνω go up aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναβήσεται — προσαναβαίνω go up aor subj mid 3rd sg (epic) προσαναβαίνω go up fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανέβαινον — προσαναβαίνω go up imperf ind act 3rd pl προσαναβαίνω go up imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανέβησαν — προσαναβαίνω go up aor ind act 3rd pl προσαναβαίνω go up aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναβαίνειν — προσαναβαίνω go up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναβαίνοις — προσαναβαίνω go up pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)